- ἐπάξας
- ἐπά̱ξᾱς , ἐπάγνυμιbreakaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐπάξᾱς , ἐπάγωbring onaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπᾴξας — ἐπᾴξᾱς , ἐπᾴσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπᾴξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπᾴξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπά̱ϊ̱ξας , ἐπαίσσω rush… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… … Dictionary of Greek